- ινδάλλομαι
- ἰνδάλλομαι (Α)1. φαίνομαι όμοιος με κάποιον ή κάτι («θεοῑς... ξένοις... ἰνδαλλόμενοι», Πλάτ.)2. φαίνομαι, νομίζομαι (α. «ἄλλοι μοι δοκέουσι... ἵπποι, ἄλλοις δ' ἡνίοχος ἰνδάλλεται», Ομ. Ιλ.β) «τὰ δι' ὀφθαλμῶν ἰνδαλλόμενα ἡμῑν», Αριστοτ.)3. φαίνομαι, είμαι πια φανερός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. *(F)ίνδαλονη λ. πρέπει να προέρχεται από το θ. *weid- «βλέπω, γνωρίζω» τών ἰδεῖν, εἶδος*. Το -ν- τού τ. ἰνδάλλομαι προέρχεται από ένα ενεστ. θ. με διαφορετική σημ., που απαντά στο αρχ. ινδ. vindati «βρίσκω», αρχ. ιρλδ. nad-jannadar «δεν γνωρίζουν»].
Dictionary of Greek. 2013.